γδαρμένος

γδαρμένος
η , ο
1) освежёванный; 2) содранный или покрытый ссадинами, царапинами (о коже)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γδαρμένος" в других словарях:

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • γδαρτός — ή, ό (για σφαγμένο ζώο) γδαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γδαρ , έγδαρα, αόρ. του γδέρνω] …   Dictionary of Greek

  • δαρτός — ή, ό (AM δαρτός, ή, όν) νεοελλ. 1. δαρμένος, ξυλοκοπημένος 2. (για τη βροχή) ραγδαία («πιάνει μια δαρτή βροχή, νεροποντή σωστή») 3. (για το γάλα, τα αβγά κ.λπ.) όποιος έχει υποστεί έντονη ανατάραξη κατά την επεξεργασία του («δαρτό γάλα») μσν. φρ …   Dictionary of Greek

  • δρατός — δρατός, ή, όν (Α) δαρτός, γδαρμένος …   Dictionary of Greek

  • κρυερός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κρυερός, ά, όν) νεοελλ. μσν. λίγο ψυχρός, δροσερός, όχι πολύ θερμός (μσν αρχ.) (κυριολ. μτφ.) ψυχρός, παγερός (α. «κρυερὸς νέκυς», Σιμων. β. «δόμον κρυεροῡ Ἀΐδαο», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος (ΙΙ) + κατάλ. ερός (πρβλ. γλυκ… …   Dictionary of Greek

  • λιπόρρινος — (I) λιπόρρινος, ον (Α) (για τον Μαρσύα) αυτός που δεν έχει δέρμα, ο γδαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + ῥινός «δέρμα ανθρώπων ή ζώων»]. (II) λιπόρρινος, ον (Α) (επίθ. τής σαλαμάνδρας) αυτός που έχει παχύ, λιπαρό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + ῥινός …   Dictionary of Greek

  • Χίπε — Θεός των Αζτέκων, που συνδέθηκε με τις ανθρωποθυσίες που έφτασαν στο αποκορύφωμά τους με το γδάρσιμο του θύματος (X. = Γδαρμένος), το δέρμα του οποίου φορούσαν οι ιερείς ή αυτοί που το είχαν συλλάβει και που, μεταμφιεσμένοι κατ’ αυτόν τον τρόπο,… …   Dictionary of Greek

  • γδέρνομαι — γδέρνομαι, γδάρθηκα, γδαρμένος βλ. πίν. 119 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»